Η ποιητική φωνή του Κώστα Βάρναλη
θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί ως αισθητική φωνή αντίστασης. Επίκαιρη και διαχρονική,
ιδιαίτερα στις μέρες μας που ξένα και ντόπια αρπακτικά επιβουλεύονται τη σάρκα του
κοινού μας χώρου.
Γιατί ο Βάρναλης αποκατέστησε την
ουσία της ποίησης και γενικά της τέχνης στον πραγματικό της χώρο και χρόνο και στη
θέση που την έταξε η ανθρώπινη περιπέτεια. Στο ψευδοερώτημα: τέχνη για την τέχνη
ή τέχνη για τον άνθρωπο, ο ποιητής απαντάει με δυνατή φωνή: τέχνη από τον άνθρωπο
για τον άνθρωπο.
Όπως κάθε μορφή τέχνης και η ποίηση
είναι δημιούργημα της ανθρώπινης συλλογικότητας. Της πράξης και των συναισθημάτων
μέσα στον χωροχρόνο. Χωρίς αυτά, χωρίς τον ανθρώπινο πόνο δεν υπάρχει ποίηση. Κάθε
τι οργανικό ή ανόργανο, με τον λόγο παίρνει ζωή συμμετέχοντας στον ατέλειωτο κύκλο
φθοράς και γέννησης. Τίποτα το μαγικό ή θεϊκό, τίποτα το ακατανόητο. Ο ποιητής δεν
κάνει τίποτα περισσότερο από αυτόν που δουλεύει την πέτρα. Όπως ο Σωκράτης που ασκήθηκε
από τη μάνα του ...
τη μαμή και τον πατέρα του εργάτη πέτρας. Και όπως ο πετράς βάζει τους λίθους προσεκτικά, αλλά και όμορφα, το ίδιο κάνει και ο ποιητής με τις λέξεις του. Και όπως το γερό και το όμορφο σπίτι στεγάζει τις ανθρώπινες ανάγκες, έτσι και το ποίημα στεγάζει γερά και όμορφα τη σκέψη και τα συναισθήματα. Γι’ αυτό η τέχνη ήταν και είναι κοινωνική, άρα κοινωνικά αξία και όχι παράδοξη ενασχόληση αυτάρεσκων διανοητών.
τη μαμή και τον πατέρα του εργάτη πέτρας. Και όπως ο πετράς βάζει τους λίθους προσεκτικά, αλλά και όμορφα, το ίδιο κάνει και ο ποιητής με τις λέξεις του. Και όπως το γερό και το όμορφο σπίτι στεγάζει τις ανθρώπινες ανάγκες, έτσι και το ποίημα στεγάζει γερά και όμορφα τη σκέψη και τα συναισθήματα. Γι’ αυτό η τέχνη ήταν και είναι κοινωνική, άρα κοινωνικά αξία και όχι παράδοξη ενασχόληση αυτάρεσκων διανοητών.
Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως βραβεύονται
έργα ακατανόητα. Επειδή τίποτα δεν απειλείται με αυτά, ενώ η τέχνη που εμπνέεται
από τα βήματα και την ανάσα των ανθρώπων είναι επικίνδυνη. Γι’ αυτό τα αυταρχικά
καθεστώτα κυνηγούν ή (το ισοδύναμο) αγνοούν τους ποιητές. Γι’ αυτό η ποίηση «διδάσκεται»
στα σχολεία με άθλιο τρόπο. Γι’ αυτό βασανίζουν τα παιδιά αντί να τα κάνουν να την
αγαπήσουν ως δημιούργημα παγκοσμίως λαϊκό, ως καταφυγή στον πόνο, στον έρωτα, στον
θάνατο.
Ο Βάρναλης δεν είδε ποτέ την ποίηση
σαν μια ωραία κοιμωμένη. Με τη ζωή και το έργο του της ξανάδωσε την αρχαία φρεσκάδα,
τη μουσικότητα, το σκώμμα, την έντεχνη καταγγελία, τον πηγαίο ερωτικό παλμό μέχρι
τα όριά του.
Περίπου έτσι διατύπωνε και ο Παύλο
Νερούδα «μια πράξη περαστική και επίσημη, όπου μπαίνουν ζευγαρωτά και μετρημένα
η μοναξιά και η αλληλεγγύη, το αίσθημα και η δράση, η εσωτερικότητα και η αποκάλυψη
της φύσης» και ακόμα «κάθε τι, ο άνθρωπος και η σκιά του, ο άνθρωπος και η κίνησή
του, ο άνθρωπος και η ποίησή του, είναι στηριγμένο σε μια κοινότητα, κάθε φορά και
πιο εκτεταμένα, σε μιαν άσκηση που θα συγκροτήσει για πάντα μέσα μας την πραγματικότητα
και τα όνειρα».
Γιατί, όπως έλεγε, «δεν υπάρχει μεγαλύτερη
έκταση από εκείνην που αιμορραγεί».
Ο Βάρναλης καταγγέλλει την εξωπολιτική
τέχνη, τη δήθεν αταξική ως τέχνη ψευδεπίγραφη. Λέγοντας ότι μια τέτοια τέχνη είναι
ανύπαρκτη σε μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις. Κι όπως δεν υπάρχει άνθρωπος έξω
από την κοινωνία, έτσι δεν υπάρχει και εξωταξικός άνθρωπος, κατά συνέπεια δεν υπάρχει
ούτε αταξική τέχνη σε μία ταξική κοινωνία.
Ο Βάρναλης, όπως και ο μεγάλος Σολωμός,
βάζει αβίαστα την πολιτική μέσα στην ποίηση. Η συνειδητή πολιτική, έλεγε ο Σολωμός,
είναι ένα από τα περιεχόμενα του Χρέους.
Κι ο Βάρναλης συναινεί λέγοντας: «και
το’ λεγε ο Σολωμός, ένας λύκος κι αυτός της τότε Αριστεράς, ο ποιητής της πιο θανάσιμης
σάτιρας κόντρα στους αριστοκράτες στο έργο του «Η γυναίκα της Ζάκυθος».
Τι έλεγε δηλαδή; Ότι ο ποιητής στη
ζωή και το έργο του δεν μπορεί να μείνει έξω από την πολιτική σκέψη και πράξη. Από
τις ανάγκες και τους αγώνες του λαού ενάντια στους καταπιεστές του.
Ήξερε ο μεγάλος βάρδος πως τα κάστρα
πέφτουνε από μέσα, πως ο εχθρός θέλει δοσίλογους για να επιβάλει την παρουσία του.
Θέλει την Πέμπτη φάλαγγα της συναίνεσης και της αδιαφορίας.
Το διατυπώνει εμβληματικά στις στροφές
του ποιήματος «Η καμπάνα» :
Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα
δεν είν’ απόκομμα
Θεού και γέννα.
Της σκλάβας σκέψης σου
σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι δυνατοί
----------------
Φτωχέ σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι.
Αν είν’ ο λάκκος σου
πολύ βαθύς
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς
--------------------
Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου
να βρόνταα άξαφνα
σεισμός αβύσσου
χίλια αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος
ειν’ από πίσω σου
κρυφός ο οχτρός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου