Δεν ήταν κρυφό, άλλωστε, πως νέες ανατροπές στην εργασιακή νομοθεσία θα βρεθούν στο επίκεντρο των συζητήσεων ενόψει της λεγόμενης δεύτερης αξιολόγησης. Είναι φανερό πως οι δανειστές (κι όχι μόνο) θεωρούν πως οι συντελεσθείσες «μεταρρυθμίσεις», όπως η μείωση του κατώτατου μισθού, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η προοδευτική απελευθέρωση του ορίου απολύσεων καθώς κι η μεγάλη περικοπή των σχετικών αποζημιώσεων δεν ήταν αρκετές για την επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη.
Κάπως έτσι λοιπόν, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως επόμενος στόχος αναμένεται να είναι η κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Τα επικοινωνιακά αντανακλαστικά της μεγάλης πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου επί του ζητήματος υπήρξαν πάντως σε κάθε περίπτωση εντυπωσιακά: ο Γιώργος Κατρούγκαλος απέρριψε, όσο το δυνατόν πιο κατηγορηματικά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε προκαταβολικά «την επερχόμενη καταστροφή στα εργασιακά», ενώ μέχρι κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να δηλώσει ότι «οι εργαζόμενοι δεν αντέχουν καμία άλλη μείωση μισθού». Η οριοθέτηση «κόκκινων γραμμών» από το κόμματα που ψήφισαν παλιά και νέα μνημόνια θα μπορούσε και να έχει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον, αν δε συνέβαινε εν κενώ.
Γιατί το συγκεκριμένο μέτρο πράγματι δε φαίνεται να έχει τεθεί από τους εκπροσώπους των δανειστών. Ο μόνος που φαίνεται να έχει «πετάξει» μια παραπλήσια ιδέα ήταν ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Φέσσας, ο οποίος όμως δε μίλησε για πλήρη κατάργηση, αλλά για ενσωμάτωση των εν λόγω επιδομάτων στη μηνιαία μισθοδοσία.
Για να μην είμαι άδικος, οφείλω να ομολογήσω πως πιστεύω την ειλικρίνεια των λεγομένων όλων των προαναφερθέντων. Όντως, ακόμη κι ο πρόεδρος της ΝΔ πιθανότατα θα απέρριπτε τυχόν πρόταση για κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, εφόσον ετίθετο στο τραπέζι. Όχι απαραιτήτως επειδή είναι αναποτελεσματικό ως μέτρο (λες και τα υπόλοιπα ήταν αποτελεσματικά), αλλά γιατί αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε ως κατ’ εξοχή θρυαλλίδα για τη συσσωρευμένη κοινωνική αγανάκτηση.
Τα δύσκολα ερωτήματα είναι αλλού και προφανώς δεν απαντώνται
Η όλη ανακίνηση όμως του ζητήματος, αλλά και οι υψηλοί τόνοι που χρησιμοποιούνται, ίσως και να βολεύει, ιδιαίτερα τους κυβερνώντες. Κι αυτό γιατί δημιουργεί, κατά την προσφιλή τακτική των μνημονιακών κυβερνήσεων, ένα φόβητρο προκειμένου να περάσουν αγόγγυστα άλλα εξίσου δύσκολα μέτρα. Να δοθεί κοινώς, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, η αίσθηση πως «κάτι κερδήθηκε τελικά στη διαπραγμάτευση», από τη στιγμή που «αποφεύχθηκαν τα χειρότερα». Πόσες φορές άλλωστε δεν ακούσαμε τα τελευταία χρόνια το «δεν έχετε ιδέα τι μας ζητούσαν»;
Από την άλλη, είναι προφανές πως η μαύρη αλήθεια είναι ότι η εργασιακή νομοθεσία αναμένεται να δεχθεί επιπλέον, καίρια πλήγματα, για τα οποία ελάχιστη συζήτηση γίνεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, στην οποία μάλιστα φαίνεται να συμφωνούν κυβέρνηση κι αξιωματική αντιπολίτευση. Κανείς όμως δε διευκρινίζει (για ευνόητους λόγους) εάν στα πλαίσια αυτής της αλλαγής, η συνδικαλιστική δράση θα συνεχίσει να προστατεύεται από ενδεχόμενη εκδικητική στάση της εκάστοτε εργοδοσίας.
Ουδείς απαντάει κατά πόσο θα περιοριστεί το δικαίωμα προκήρυξης απεργιών, σε εποχές μάλιστα ακραίας εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Και προφανώς κανείς δε δύναται να πείσει, έστω στοιχειωδώς, πώς οι εν λόγω αλλαγές θα συμβάλουν στην περίφημη ανταγωνιστικότητα της χώρας. Ίσως γι’ αυτό να μοιάζει δεδομένο ότι θα πορευτούμε για ακόμη φορά με «αφηγήματα» για κόκκινες γραμμές και πράσινους δράκους, την ώρα που η μαύρη αλήθεια θα είναι πάλι μπροστά στα μάτια μας...
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου