Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Αύριο δεν θα φυσάει ο φόβος - του Στάθη

Αύριο δεν θα φυσάει ο φόβος
Να ’ναι έτσι; Ποιους να συμβουλευθώ; τους παιδικούς μου ήρωες; τους αρχαίους σοφούς; τους πολιτικούς μέντορες της νιότης μου ή το απαύγασμά τους στην ωρίμανσή μου; Τις νίκες, τις ήττες, τα λάθη τους, τις αμφιβολίες τους, την πίστη τους; Ποιο είναι το κλειδί; υπάρχει κλειδί;
Είναι νέος. Είναι 26 χρόνων. Η Ελλάδα του Σημίτη τον άφησε ανύποπτο και η Ελλάδα του Καραμανλή το ίδιο. Η Ελλάδα του Γιωργάκη και του Σαμαρά τον ξεγέλασε. Και η δική μας Ελλάδα του Τσίπρα πρόλαβε να τον εξαπατήσει. Είναι άνεργος, έκαμε μια-δυο ψιλοψευτοδουλειές, πήγε σε ένα πρόγραμμα του ΟΑΕΔ, δεν πληρώθηκε ποτέ, βολοδέρνει, τώρα θα πάει στρατιώτης κι ύστερα βλέπουμε. Στις καφετέριες δεν πηγαίνει. Τις σπουδές του σε ένα ιδιωτικό κολέγιο τις έχει διακόψει από καιρό, ίσως μετά τον στρατό να τις ολοκληρώσει, ποιος ξέρει. Από
οικογένεια μικροαστών, ο πατέρας δουλευταράς -δεν θα πω τη δουλειά του- δεν είχε αργίες, απ’ το πρωί ως το βράδυ στην τέχνη του, του άρπαξε τη δουλειά η κρίση, έμεινε κούτσουρο στα πενήντα του, πού δίδακτρα για το παιδί, δεν φταις εσύ, πατέρα, να λέει ο γιος, θα βοηθήσω κι εγώ, πώς να βοηθήσει; Δουλειές του ποδαριού σποραδικά, εδώ κι εκεί, χάθηκαν κι αυτές. Ο πατέρας να μην τον χωράει ο τόπος,
βογγητό και άγχος και τύψεις που πιάστηκα, να λέει, μαλάκας. Η γυναίκα του από παλιά γενιά, με αντάρτες στο προγονικό, να τον αγαντάρει, στάσου όρθιος ...
κι από δίπλα η κατάθλιψη, να τον σιγοντάρει, πέσε στο κρεβάτι. Μια σπηλιά το σπίτι, χώνεσαι μέσα, δεν ακούς τη βοή του κόσμου, άντρακλας
στα πενήντα του να μην ξέρει τι να κάνει τα χέρια του. Η μάνα έπιασε δουλειά, μέσω εταιρείας, έξι μήνες χωρίς ρεπό, για 250 ευρώ τον μήνα, τρεις μήνες τώρα απλήρωτη, βοηθάει η γιαγιά, στο σπίτι οι λογαριασμοί ταπετσαρίες στους τοίχους - στρατιώτες
βάζαμε εφημερίδες στους τοίχους, εφημερίδες και μέσα στα ρούχα μας, καλό μονωτικό, σε κρατάει ζεστόν, σήμερα οι εφημερίδες είναι ακριβές. Και
λέει στη μάνα του ο 26χρονος και η μάνα του λέει σε μένα: «Τον προτιμούσα ήρωα για μια νύχτα τον Τσίπρα, ήρωα παρά προδότη» - βαριά λέξη, μην τη λες! Εντάξει! Δεν τη λέω. Όμως, ήρωα. Θα είχαμε μια σημαία, ένα τσαγανό, να συνεχίσουμε τον αγώνα.
Υστερα, η μάνα αφήνει τον γιο και μιλάει για την ίδια. Εγώ δεν τον πίστεψα τον φίλο σου, δεν πιστεύω κανέναν πια, δεν τον ψήφισα, όμως είπα, ένα-δυο να κάνει απ’ όσα λέει, την άλλη φορά οι ψήφοι όλης της οικογένειας δικές του. Δεν έκανε τίποτα. Κανείς δεν θα κάνει. Κανέναν δεν πιστεύω.
Ωριμη γυναίκα, πολεμιστής. Κάνει τη δουλειά της καλά. Ετσι είναι μαθημένη. Νιώθει μόνη. Δεν νιώθει συντρόφους γύρω της και πολύ περισσότερο δίπλα της. Οσο αντέχουν τα χέρια μου, λέει. Οταν ο άντρας της έμεινε μετέωρος στο κενό, βγήκε στα αλώνια κι απ’ όσο την κόβω εκεί θα μείνει, με το σπαθί στο χέρι, το παιδί θα βρει τον δρόμο του, ο άντρας ίσως κι αυτός κάτι να βρει για να ξαναρχίσει, στο μεταξύ η γιαγιά βοηθάει. Ετσι λέει η μάνα και δουλεύει. Κι εγώ δεν ξέρω τι μου γίνεται - χρειαζόμαστε
ήρωα για μια μέρα ή στρατηγό να βρει την τρύπα και να μπει στην Πόλη; Ο αγώνας που συνεχίζεται θέλει και τον αγώνα που κερδίζεται. Αυτό που είναι ο τρόπος μου και τα εγχειρίδια του πολέμου μέσα στο κεφάλι μου δεν θέλουν τον ήρωα για μια μέρα, θέλουν τη νίκη του αγώνα - γίνεται, όμως, αγώνας χωρίς ήρωες για μια μέρα; Η ταπεινότης μου
μιλά μαζί σας, έχω ακόμα δουλειά, αμείβομαι για αυτήν, μοιράζομαι τις σκέψεις μου με έναν-έναν από σας και ενίοτε με όλους μαζί, ο νεαρός εξαπατήθηκε, η μάνα Ελλάς τον πούλησε, ο πατέρας του μούδιασε, η μάνα του πολεμάει σε τρία μέτωπα, ο ίδιος είναι άνεργος - όταν λοιπόν μου λέει «καλύτερα να ήταν ο Τσίπρας ήρωας για ένα βράδυ», μόνο σεβασμό μπορώ να του δείξω ακόμα κι αν κάνει λάθος. Και μόνο θλίψη μπορώ να νιώσω για μένα που συμμερίσθηκα, ακόμα κι αν αμφέβαλλα, τις βεβαιότητες εκείνων που δεν αμφιβάλλουν για τίποτα

Δεν ξέρω πια αν έχει δίκιο ο άγνωστος 26χρονος φίλος, ίσως και να μην ήξερα ποτέ για όλο αυτό. Όντως, στο ερώτημα θυσιάζομαι για να γίνω παράδειγμα στον αγώνα των δικών μου ή ελίσσομαι για να πολεμήσω και την επόμενη μέρα, δεν μπόρεσα ποτέ να απαντήσω. Ο Παπαφλέσσας που πήγε του θανατά και ο Κολοκοτρώνης που έκαιγε τα σπαρτά πίσω του είχαν και οι δύο δίκιο. Ο ένας έδωσε στον αγώνα μιαν ακόμα σημαία με τη θυσία του και ο άλλος τον τέλεψε με τη σοφία του. Ήταν, όμως, και οι δύο από την ίδια πλευρά. Φοβάμαι πως όταν ο συνομιλητής μου, με τη φωνή της μάνας του, μίλησε για τον ήρωα της μιας βραδιάς, εννοούσε ότι αυτός που δεν το έκανε, απλώς γονάτισε κι έριξε τ’ άρματα.

Δεν ξέρω, δεν ξέρω αν ο εικοσιεξάχρονος σε δέκα-είκοσι χρόνια θα έχει σε μεγαλύτερη υπόληψη τους νικητές στρατιώτες από τους αδικοχαμένους ήρωες. Ίσως κι από πλευράς μου να ’ναι μια βολική υπεκφυγή το να δίνω στον εαυτόν μου (το να δίνετε κι εσείς στον εαυτόν σας) την ευχέρεια της επιλογής αναλόγως των συνθηκών.

Περίπλοκο, θα μου πείτε, όπως όλα τα περίπλοκα που κυκλοφορούν μέσα στην ερημιά του πλήθους. Με το πλήθος να είμαστε εμείς. Άλλοτε ως μια φάλαγγα άτρωτη κι άλλοτε ως ένα φοβισμένο κοπάδι. Και τα δύο είμαστε. Άλλοι για μια βραδιά, άλλοι για μια ζωή, την ευχή και των μεν και των δε να ’χουμε.
Ελεγε η μανούλα μου: «Ο λόγος σου με χόρτασε και το φαΐ σου φά’ το!». Σήμερα χορταίνουμε τον λόγο της πείνας. Σήμερα, φίλε μου των 26 χρόνων, που την ποδιά της μάνας σου δεν είμαι άξιος να προσκυνήσω, τη χώρα σου θερίζει άνεμος απάτης. Καίει σπαρτά και ψυχές, αφήνει άδειον τον νου κι απελπισμένη την ψυχή. Αν χρειάζεσαι ήρωα για μια βραδιά, ο ήρωας είσαι εσύ. Διότι ακόμα θέλεις να νικήσεις, διότι ακόμα δεν έχεις παραδοθεί….

Πηγή: enikos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...